Μία καταγραφή των συμβάντων του World War Z Στην Ελλάδα.


Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012

Κεφάλαιο 02



 Η κατάσταση στη διάρκεια της μεσημεριανής συνάντησης ήταν τεταμένη, μάλλον όχι ακριβώς τεταμένη, ήθελα να την σκοτώσω την σκύλα.
«Γιάννα στο λέω για τελευταία φορά, θα φύγεις για Θεσσαλονίκη προκειμένου να καλύψεις τους εκεί ανταποκριτές μας.»
«Κυρία Όλγα, όλος ο κόσμος ασχολείται με την επιδημία και εγώ θα πάω στην Θεσσαλονίκη για την έκθεση βιβλίου επειδή όλοι οι δημοσιογράφοι μας εκεί είναι άρρωστοι;»
«Γιάννα εγώ είμαι διευθύντρια ειδήσεων στο κανάλι και εγώ παίρνω τις τελικές αποφάσεις. Θα πάς στη Θεσσαλονίκη να καλύψεις την έκθεση βιβλίου, τελεία και παύλα. Αν δεν σου αρέσει η πόρτα της εξόδου είναι ανοιχτή και με την κρίση που υπάρχει να δω που θα βρεις δουλειά.»
Έσφιξα τα δόντια μου για να μην μιλήσω, το αίμα είχε ανέβει στο κεφάλι μου και ένιωθα τις φλέβες μου έτοιμες να εκραγούν.
«Κόσμος πεθαίνει κάθε μέρα, όλοι έχουν αρχίσει να μιλάνε για ζόμπι και εσύ θέλεις να πάω να καλύψω την έκθεση βιβλίου;»
«Ναι και είναι η τελευταία μου λέξη, το απόγευμα ξεκινάς. Τώρα θα ήθελα να απευθυνθώ σε όλους εδώ μέσα, μην ξανακούσω την λέξη ζόμπι. Η κυβέρνηση και ο Εθνικός Οργανισμός Υγείας έχουν βγάλει επίσημη ανακοίνωση για την Αφρικάνικη λύσσα δεν θα ανεχτώ να ακούω εδώ μέσα τις φήμες που ο κάθε μαλάκας ανεβάζει στο blog του. Ζόμπι και αηδίες, σιγά μην φταίνε οι βρικόλακες για την επιδημία»
Θεέ μου ακόμα και τώρα ακολουθεί την επίσημη πολιτική της κυβέρνησης, συνεχίζει την ιστορία της Αφρικάνικης Γρίπης. Οι επιθέσεις των μολυσμένων είναι πρώτο θέμα στα ΜΜΕ παγκοσμίως, παντού υπάρχουν αναφορές για νεκρούς που μετατρέπονται σε ζόμπι, οι θρησκευτικοί ηγέτες ανά τον κόσμο αρχίζουν να αναφέρουν δειλά- δειλά την λέξη αποκάλυψη και αυτή η ηλίθια συνεχίζει το ίδιο βιολί που ακολουθούσε κατά την διάρκεια της οικονομικής κρίσης.
Έξω από την αίθουσα συνάντησα τον αγαπημένο μου καμεραμάν.
«Φραγκίσκο, έχεις όρεξη για μία βόλτα μέχρι την Θεσσαλονίκη;»
«Μαζί σου Γιάννα πηγαίνω και στην κόλαση για ανταπόκριση αφού το ξέρεις;»
Με έπιασε νευρικό γέλιο. Ο Φραγκίσκος πάντα είχε την ικανότητα να με κάνει να γελάω. Εκτός των άλλων έχει το καλύτερο χέρι σε όλο το κανάλι, ίσως και σε όλη την χώρα. Τα πλάνα του είναι καταπληκτικά. Αν έχανε τριάντα κιλά και έκοβε αυτή την ακατάστατη γενειάδα μάλλον θα μου έκανε παρέα και τα βράδια.
«Η ηλίθια θέλει να πάμε να καλύψουμε την έκθεση βιβλίου»
«Το κλιμάκιο στην Θεσσαλονίκη βαριέται και στέλνει εμάς»
«Δεν βαριέται καθόλου, οι μισοί μολύνθηκαν και οι άλλοι μισοί είναι εξαφανισμένοι»
«Ωχ Θεέ μου, ο Μανώλης είναι τεράστιος, δεν θα γούσταρα να τον συναντήσω σαν ζόμπι.»
«Μην λες αυτή την λέξη, η χαζή παθαίνει παράκρουση.»
«Ποιος τις δίνει σημασία; Εδώ ο κόσμος καίγεται και αυτή χαμπάρι δεν παίρνει. Πότε ξεκινάμε;»
«Κατά τις εφτά, να είμαστε στο ξενοδοχείο πριν τις δώδεκα. Πάω σπίτι να πακετάρω»
«Θα ετοιμάσω πρώτα τα μηχανήματα, θα τα φορτώσω στο βανάκι και μετά θα ετοιμαστώ και εγώ. Θα περάσω να σε πάρω από το σπίτι, κάνε κάτι να τσιμπήσουμε στο δρόμο.»
«Κάτι θα ετοιμάσω, δεν σε έχω αφήσει ποτέ παραπονεμένο. Φιλιά τα λέμε μετά.»
           Η βαλίτσα είναι έτοιμη, σνακς για το δρόμο, μπάνιο, σπορ ντύσιμο και τώρα περιμένω τηλέφωνο από τον Φραγκίσκο για να κατέβω κάτω.
        Το ταξίδι όπως πάντα βαρετό όμως κάτι διαφορετικό συνέβαινε. Αντί για τα συνηθισμένα μπλόκα για έλεγχο ταχύτητας και ζώνη υπήρχαν αστυνομικοί με αλεξίσφαιρα και αυτόματα όπλα, ένα ασθενοφόρο και μία κλειστή κλούβα. Μετά την Λαμία μας σταμάτησαν και εμάς. Ένας αστυνομικός πλησίασε με φακό στο κεφάλι και το δάκτυλο στην σκανδάλη.
            «Καλησπέρα σας. Παρακαλώ σβήστε το όχημα και κατεβείτε για έλεγχο»
      Ο τόνος του και το όπλο του δεν άφηνε περιθώρια για αντιρρήσεις, ακόμα και ο Φραγκίσκος, που είχε σχέσεις με τον αντιεξουσιαστικό χώρο έσβησε την μηχανή του βαν και κατέβηκε κάτω χωρίς να πει κουβέντα. Μας οδήγησαν στο ασθενοφόρο όπου ένας γιατρός με μάσκα, προστατευτικά γυαλιά και γάντια μας έλεγξε την θερμοκρασία. Από την κλούβα δίπλα ακούγαμε φωνές και ουρλιαχτά.
             «Όλα εντάξει με αυτούς τους δύο, σφραγίστε τους» είπε στη νοσοκόμα δίπλα του.
             «Απλώστε το δεξί σας χέρι» είπε αυτή με την σειρά της.
             Δεν άντεξα και ρώτησα.
             «Τι είναι αυτά, γιατί μας σφραγίζεται
            «Για να ξέρουν στο επόμενο μπλόκο που τυχών σας σταματήσουν ότι εξεταστήκατε για αφρικάνικη λύσσα και είστε εντάξει. Τώρα σας παρακαλώ κάντε στην άκρη γιατί η ουρά πίσω σας μεγαλώνει.»
          Σε δύο λεπτά ήμασταν ξανά στο δρόμο. Για λίγο κανείς μας δεν μιλούσε. Ο Φραγκίσκος ήταν ο πρώτος που μίλησε.
         «Τι στο διάολο έγινε εκεί πίσω, οι μπάτσοι ήταν με το δάκτυλο στη σκανδάλη. Δηλαδή αν ήμουν απλώς κρυωμένος και είχα πυρετό θα με πυροβολούσαν;»
          «Δεν νομίζω, απλώς είναι τρομοκρατημένοι με την όλη κατάσταση, εμένα η κλούβα μου έκοψε την χολή, δεν θέλω να ξέρω τι συνέβαινε εκεί μέσα»
         «Αφρικανική λύσσα και μαλακίες, η φάση βρωμάει ζόμπι από δέκα χιλιόμετρα, σε ποιον τα πουλάνε αυτά.»
         «Πάντως αν μας σταματήσουν ξανά, καλού κακού να έχεις την κρυφή κάμερα έτοιμη.»
         «Το είχα σκεφτεί και εγώ, μόλις σταματήσουμε για καφέ θα την ετοιμάσω.»
        Το ταξίδι συνεχίστηκε χωρίς παρατράγουδα, χωρίς συζητήσεις. Σταματήσαμε στα Τέμπη για καφέ και ο Φραγκίσκος ετοίμασε την κάμερα. Όλα έδειχναν ότι θα δεν θα είχαμε άλλα συμβάντα μέχρι να φτάσουμε στην Θεσσαλονίκη. Λίγο πριν τα Μάλγαρα όμως μας σταμάτησαν. Καμιά δεκαριά αυτοκίνητα ήταν στην σειρά. Αυτή την φορά δεν μας πλησίασε αστυνομικός αλλά στρατιώτης.
         «Σβήστε τον κινητήρα και περάστε στην γραμμή παρακαλώ»
        Γύρισα και τον κοίταξα, ήταν ένας πιτσιρίκος γύρω στα δεκαεννιά, έδειχνε χαμένος. Πριν μερικούς μήνες πήγαινε στο σχολείο και κυνηγούσε γκόμενες και σήμερα κάποιος του έδωσε όπλο και σφαίρες με εντολή να σταματάει αμάξια με φοβισμένους ξένους στην Εθνική οδό.
        «Μας έχουν εξετάσει σε προηγούμενο μπλόκο. Ορίστε και η σφραγίδα.»
        «Συγνώμη κυρία αλλά πλέον δεν ισχύουν, εξετάζονται όλοι ξανά»
       Κατεβήκαμε και περιμέναμε στην ουρά μαζί με άλλα τριάντα άτομα. Κανένας δεν μιλούσε, όλοι ήταν φοβισμένοι, το έβλεπες στα μάτια τους. Οι στρατιώτες με τα όπλα δεν βοηθούσαν την κατάσταση, είχαν το δάκτυλο στη σκανδάλη. Ο επικεφαλής τους στεκόταν λίγο πιο πέρα, φαινόταν σκληρός άνθρωπος, χωρίς αμφιβολία θα τραβούσε την σκανδάλη χωρίς δεύτερη σκέψη. Γύρισα προς τον Φραγκίσκο.
         «Έχεις αρχίσει να τραβάς;»
        «Από την ώρα που κατέβηκα από το βαν, μην ανησυχείς.»
        Ένα ένα τα άτομα περνούσαν από το κινητό εξεταστήριο. Ευτυχώς όλοι συνέχιζαν τον δρόμο τους και κανένας δεν κατέληγε στην κλούβα. Μέχρι που έφτασε η σειρά ενός ηλικιωμένου που τον συνόδευε ο γιος του. Μία αναστάτωση άρχισε μόλις ξεκίνησαν να τον εξετάζουν. Ο γιος του άρχισε να φωνάζει.
      «Σας παρακαλώ αφήστε τον, για αυτό πηγαίνουμε στην Θεσσαλονίκη, είναι άρρωστος χρειάζεται νοσοκομείο.»
       Δύο στρατιώτες τον απομάκρυναν από τον πατέρα του. Την ίδια στιγμή άλλη δύο έπιαναν τον άρρωστο για να τον μεταφέρουν στην κλούβα. Κανένας δεν ήταν προετοιμασμένος για το τι θα ακολουθούσε. Ενώ ο νεαρός συνέχιζε να φωνάζει ο πατέρας του πέταξε την κουβέρτα από επάνω του και άρπαξε με δύναμη το μπράτσο του στρατιώτη στα δεξιά του. Πριν προλάβει κάποιος να αντιδράσει τον δάγκωσε. Ακολούθησε πανδαιμόνιο, οι πολίτες άρχισαν να τρέχουν ενώ οι στρατιώτες άρχισαν να χτυπάνε μα τα κοντάκια των όπλων τους το πρόσωπο του, μόλις αυτός άφησε τον στρατιώτη ξεκίνησαν οι πυροβολισμοί. Τρεις στρατιώτες τον πυροβολούσαν αλλά αυτός συνέχισε να στέκεται όρθιος και να πλησιάζει προς το μέρος τους. Οι πυροβολισμοί σταμάτησαν και φάνηκε ο δισταγμός στα πρόσωπα τους. Εκείνη τη στιγμή ο επικεφαλής του μπλόκου πλησίασε το ζόμπι κρατώντας στα χέρια του ένα λοστό και χωρίς δισταγμό έλιωσε το κεφάλι του.
          Το μόνο ήχο που άκουγες ήταν οι λυγμοί του νεαρού για τον πατέρα του. Ο επικεφαλής γύρισε και έδωσε οδηγίες προς τους στρατιώτες. Αμέσως αυτοί πήραν το πτώμα και τον τραυματισμένο συνάδελφό τους και τους πετάξανε μέσα στην κλούβα ενώ οι υπόλοιποι μας φώναζαν να μπούμε στα αυτοκίνητά μας και να φύγουμε. Υπακούσαμε χωρίς δεύτερη σκέψη.
Για πέντε λεπτά κανένας μας δεν μιλούσε, ήμασταν και οι δύο σοκαρισμένοι. Γύρισα και κοίταξα τον Φραγκίσκο.
         «Τα τράβηξες;»
          «Όλα.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου