Μία καταγραφή των συμβάντων του World War Z Στην Ελλάδα.


Πέμπτη 9 Μαΐου 2013

Κεφάλαιο 04


«Ξύπνα Δημήτρη, πρέπει να πας για βάρδια.»
«Άσε με λίγο ακόμα Μαρία, δεν αντέχω άλλο.»
«Εσύ μου είπες να σε ξυπνήσω, εγώ δεν έχω δουλειά σήμερα. Πάω να σου φτιάξω καφέ.»
«Έχουμε ακόμα καφέ;»
«Είχα πάρει πριν κανένα μήνα τρία κουτιά, τα μαγαζιά είναι άδεια;»
«Ότι αποθέματα υπάρχουν έχουνε βγει στη μαύρη αγορά, άσε που ο κόσμος φοβάται να κυκλοφορεί στους δρόμους.»
«Δεν έχουν και άδικο, λίγο πριν κλείσουν τις δημόσιες υπηρεσίες στην δουλειά είχαμε τριάντα τοις εκατό απόντες, ούτε καν στο τηλέφωνο δεν απαντούσαν.»
«Τώρα τα ποσοστά πρέπει να είναι κατά πολύ ανεβασμένα. Από εβδομήντα άτομα στο λόχο μου έχουν μείνει καμιά σαρανταριά και μέσα σε αυτούς δεν συμπεριλαμβάνεται ο λοχαγός.»
«Για αυτό λείπεις τόσες ώρες, ανέλαβες τα καθήκοντα του;»
«Ήμουν ο επόμενος στην ιεραρχία, οπότε μου έπεσε ο κλήρος. Φτιάξε μου όμως καφέ γιατί σήμερα έχω το μπλόκο στα διόδια των Μαλγάρων.»
«Διάβασα στο ιντερνέτ ότι θα ξεκινήσουν περιοδικές διακοπές ρεύματος εξαιτίας μειωμένης επάνδρωσης τον μονάδων παραγωγής».
«Μαρία μήπως είναι καιρός να φύγεις στο χωριό; Οι δικοί μου είναι είδη εκεί».
«Και να σε αφήσω μόνο σου εδώ πέρα, δεν μου αρέσει».
«Αν ξέρω ότι είσαι ασφαλής, θα είμαι και εγώ ήσυχος».
«Θα το δούμε αργότερα, πάνε με το καλό σήμερα στη δουλειά και βλέπουμε».
Ο καφές ήταν αυτό που χρειαζόμουνα για να ξυπνήσω, η μέρα προβλέπεται και σήμερα δύσκολη. Η Μαρία σέρφαρε στο ιντερνέτ, έβλεπε ένα βίντεο στο You Tube, ξαφνικά άκουσα πυροβολισμούς.
«Τι βλέπεις»
«Ένα βίντεο που κυκλοφόρησε το πρωί με κάτι στρατιώτες που πυροβολούν κάποιον σε ένα μπλόκο».
«Για να το δω και εγώ»
Σηκώθηκα και κατευθύνθηκα στον υπολογιστή. Το στομάχι μου έγινε κόμπος, είναι το μπλόκο στα Μάλγαρα. Όπως φαίνεται είναι ο 2ος λόχος, που θα τους αλλάξω από δωδεκάωρη βάρδια σε δύο ώρες και αυτός που λιώνει το κεφάλι του μολυσμένου με το λοστό είναι ο Στέλιος.
«Φεύγω, καλύτερα να πάω νωρίτερα στη δουλειά».
«Τι έπαθες; Έχασες το χρώμα σου».
«Τίποτα θα τα πούμε το βράδυ».
Η πύλη του στρατοπέδου, εδώ και μία εβδομάδα, είναι πάντα κλειδωμένη. Μόλις βεβαιωθούν για την ταυτότητα του εισερχομένου τον αφήνουν να περάσει σε ένα ενδιάμεσο χώρο όπου είναι δεμένα δύο λυκόσκυλα. Κυκλοφόρησε μία διαταγή που λέει ότι τα σκυλιά έχουν την ικανότητα να μυρίζονται τους μολυσμένους, στο Ισραήλ χρησιμοποιούνται για να ελέγχουν τους πρόσφυγες που μπαίνουν στη χώρα.
Η περίπτωση του Ισραήλ είναι αρκετά ενδιαφέρουσα. Είναι το πρώτο κράτος που πήρε την επιδημία στα σοβαρά, πριν δύο εβδομάδες ανακοίνωσε ότι ξεκινάει την περίφραξη του συνόλου των συνόρων του με την κατασκευή ενός τοίχου. Ο εκπρόσωπος του στα Ηνωμένα Έθνη ανακοίνωσε ότι το Ισραήλ μπαίνει σε καθεστώς «εθελοντικής καραντίνας» και οποιοσδήποτε είναι εβραίος, ανεξάρτητα αν έχει ή όχι την Ισραηλινή υπηκοότητα, Παλαιστίνιος που εκτοπίστηκε κατά την διάρκεια της μετοίκησης ή να έχει Παλαιστινιακή καταγωγή μπορεί να επιστρέψει στο Ισραήλ με μοναδική προϋπόθεση να περάσει με επιτυχία τις ιατρικές εξετάσεις. Είναι το μοναδικό κράτος που έχει λάβει μέτρα σε τέτοια εκτεταμένη κλίμακα.
Στην Ελλάδα η κατάσταση είναι τουλάχιστον τραγική. Η οικονομική κρίση μας είχε γονατίσει πριν ξεσπάσει η επιδημία, τώρα το κράτος απλώς υπάρχει ανήμπορο να αντιδράσει. Αν εξαιρέσεις τον στρατό και την αστυνομία, όλες οι υπόλοιπες δημόσιες υπηρεσίες έχουν κλείσει, τα νοσοκομεία δέχονται μόνο μολυσμένους, σταματώντας τις θεραπείες ακόμα και σε χρόνια ασθενείς. Η αστυνομία δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις ολοένα και αυξανόμενες λεηλασίες, όσοι μπορούν εγκαταλείπουν τα μεγάλα αστικά κέντρα αφήνοντας πίσω τα σπίτια τους απροστάτευτα. Το χειρότερο όμως είναι η αυξανόμενες ελλείψεις τροφίμων και καυσίμων εξαιτίας της μειωμένης παραγωγής και της αδυναμίας μετακίνησης εμπορευμάτων. Ευτυχώς πρόλαβα και προμηθεύτηκα 40 λίτρα πετρέλαιο πριν στερέψει η αγορά και τα έχω σε μπιτόνια στην αποθήκη.
Με το που σταμάτησα μπροστά στην πύλη άνοιξε το μεταλλικό παράθυρο και ακούστηκε μία φωνή.
«Καλησπέρα, εσείς είστε κύριε ανθυπολοχαγέ»
«Ναι, εσύ είσαι Αδάμου;»
«Μάλιστα, μισό λεπτό να ανοίξω»
Μόλις μπήκα στο στρατόπεδο έσβησα το αμάξι και βγήκα έξω. Κάθισα ακίνητος και περίμενα τον σκύλο με το συνοδό του να πλησιάσουν. Με μύρισε και γύρισε αδιάφορα προς την άλλη πλευρά.
«Μπορείτε να φύγετε κύριε ανθυπολοχαγέ.»
«Ευχαριστώ παιδιά.»
Πάρκαρα και κατευθύνθηκα προς τα κτίρια του λόχου, τους είδα όλους μαζεμένους δίπλα από τα οχήματα.
«Καλησπέρα σε όλους, έχεις πάρει αναφορά Γεωργίου;»
Ο Γιάννης Γεωργίου, εδώ και δύο χρόνια επιλοχίας του λόχου πλησίασε με τις καταστάσεις.
«Ναι Δημήτρη αλλά έχουμε πάλι απόντες.»
«Πόσους;»
«Εφτά άτομα, συνολική δύναμη πλέον τριάντα δύο.»
«Από εβδομήντα, δεν πάμε καθόλου καλά. Ξέρουμε πόσοι μολύνθηκαν και πόσοι απλώς την κοπάνησαν.»
«Δεν έχω ιδέα, δεν απαντάνε στα τηλέφωνα.»
«Δυστυχώς δεν έχω την πολυτέλεια να διαθέσω προσωπικό για να τους ψάξει, ας ευχηθούμε να είναι καλά. Πες σε όλους να ανεβούν στα οχήματα σε δέκα λεπτά ξεκινάμε.»
Μέσα στο τζιπάκι είμαστε μόνοι με το Γιάννη. Τώρα μπορούσαμε να μιλήσουμε χωρίς πρόβλημα.
«Γιάννη είδες το βιντεάκι;»
«Και να μην ήθελα δεν μπορούσα, όλοι για αυτό μιλάνε, ήξερα ότι ο Σταύρος είναι ψυχάκιας αλλά την ώρα που έλιωνε το κεφάλι του τύπου μου φάνηκε ότι χαμογελούσε.»
«Ποτέ μου δεν τον χώνεψα, αλλά από αυτά που ακούω εδώ και καιρό δεν είμαι και ο μοναδικός.»
«Πλάκα κάνεις, δεν είναι τυχαίο που κανένας δεν θέλει να πάει στον λόχο του. Ο τύπος είναι επικίνδυνος.»
«Πάμε να δούμε τι κατάσταση θα αντιμετωπίσουμε»
Στην υπόλοιπη διαδρομή δεν αλλάξαμε κουβέντα. Ο καθένας ήταν χαμένος στις σκέψεις του. Μετά από μία ώρα φτάσαμε στα Μάλγαρα.
Η ουρά των αυτοκινήτων απλωνόταν σε βάθος δύο χιλιομέτρων, με το που σβήσαμε τα οχήματα ο Σταύρος πλησίασε προς το μέρος μας.
«Καλημέρα, στην ώρα σας όπως πάντα»
«Καλημέρα λοχαγέ» απάντησα. «Δεν ξέρω αν τα έμαθες αλλά είσαι το πρόσωπο της ημέρας»
«Με πήραν τηλέφωνο για ένα βίντεο που κυκλοφόρησε στο ίντερνετ από μία συμπλοκή που είχαμε εχθές το βράδυ. Έπρεπε να πάρω είδηση αυτούς που μας βιντεοσκοπούσανε, θα τους πετούσα μέσα στην κλούβα με τα ζόμπι».
Πριν προλάβω να απαντήσω πετάχτηκε ο Γιάννης.
«Εδώ δεν δίστασες να πετάξεις μέσα στην κλούβα το ίδιο σου τον στρατιώτη, σε δύο άγνωστους θα κολλούσες;»
Δαγκώθηκα, μερικές φορές ο Γιάννης δεν σκέφτεται πριν μιλήσει. Ο Σταύρος δεν του απεύθυνε το λόγο, δεν γύρισε καν να τον κοιτάξει. Αντί αυτού γύρισε προς το μέρος μου.
«Δημήτρη, μάζεψε το προσωπικό σου γιατί καμιά μέρα θα τους τσακίσω το κεφάλι»
Έσφιξα τα δόντια και δεν απάντησα η κατάσταση ήταν τεταμένη και δεν ήθελα να την επιβαρύνω περισσότερο. Είχα ένα δύσκολο δωδεκάωρο μπροστά μου, ένας καυγάς με τον ηλίθιο ήταν το τελευταίο που μου χρειάζονταν αυτή την στιγμή.
«Κύριε λοχαγέ, αν δεν έχουμε τίποτα άλλο μπορείτε να πάρετε τους δικούς σας και να φύγετε. Αναλαμβάνουμε εμείς τώρα.»
Δεν απάντησε, έκανε μεταβολή και κατευθύνθηκε προς τα οχήματα. Άρχισε να φωνάζει να επιβιβαστούν στα οχήματα για να γυρίσουν στο στρατόπεδο. Όλοι τον κοιτούσαν με μισό μάτι, αυτό και τα γεμάτα όπλα που έχουν δεν είναι καλός συνδυασμός.
Αν κοιτάξεις ψυχρά τις πράξεις του δεν έκανε κανένα λάθος. Το ότι τσάκισε το κεφάλι του γέρου και απομόνωσε των στρατιώτη με τους υπόλοιπους μολυσμένους ήταν σωστές κινήσεις. Οι διαταγές ήταν ξεκάθαρες: Πρέπει, πάση θυσία να προστατευτούν οι υγιείς. Το μόνο του λάθος ήταν η αντιμετώπιση προς τον ίδιο του τον στρατιώτη. Μπορούσε να μην τον πετάξει μέσα στην κλούβα αμέσως. Ας περίμενε να επιστρέψουν πρώτα στο στρατόπεδο. Οι υπόλοιποι στρατιώτες έχουν χάσει την εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του, όλοι τους βάζουν τον εαυτό τους στην θέση του άτυχου συναδέλφου τους. Σε μία αντίστοιχη περίπτωση ξέρουν από τώρα την τύχη τους.
Την υπόλοιπη μέρα δεν είχα χρόνο να σκεφτώ, είχα μειωμένο προσωπικό και αυξημένη κίνηση στην εθνική οδό. Όλοι προσπαθούσαν να φύγουν από τα μεγάλα αστικά κέντρα προς την επαρχία. Εκεί τουλάχιστον μπορούσες να επιβιώσεις, στις πόλεις είχαν ήδη αρχίσει να παρατηρούνται ελλείψεις σε είδη πρώτης ανάγκης. Πόσα αμάξια γεμάτα μολυσμένους περνούσαν από παρακαμπτήριους δρόμους δεν μπορούσα να υπολογίσω. Δυστυχώς δεν έχουμε το ανθρώπινο δυναμικό για να καλύψουμε όλες τις περιπτώσεις και αυτό συμβάλει στην επέκταση της μόλυνσης.
Πλέον δεν μπορούσα να υπολογίσω πόσα οχήματα ελέγξαμε, η ώρα πήγε εφτά το απόγευμα και κανένας από τους άντρες δεν έκανε διάλειμμα. Σε δύο ώρες τελείωνε η βάρδια μας και θα ξεκουραζόμασταν. Εκείνη την στιγμή ακούστηκε η φωνή του στρατιώτη από την αρχή του μπλόκου.
«Έρχεται λεωφορείο, ετοιμαστείτε θα έχουμε μεγάλη παρτίδα.»
Ο κόσμος άρχισε να κατεβαίνει από το λεωφορείο, οι περισσότεροι έμοιαζαν άρρωστοι, είχαν μαύρους κύκλους και με δυσκολία περπατούσαν. Έδωσα εντολή από τον ασύρματο να είναι όλοι σε ετοιμότητα και στην παραμικρή υποψία κινδύνου να πυροβολήσουν κατευθείαν στο κεφάλι.
Η αναμονή για την εξέταση ξεπερνούσε την μισή ώρα, τα νεύρα όλων ήταν τεντωμένα. Οι στρατιώτες είχαν το δάκτυλο στη σκανδάλη, κανένας δεν μιλούσε, οι πάντες ήταν προσηλωμένοι στην δουλειά τους. Σε δέκα λεπτά περίπου οι επιβάτες του λεωφορείου θα έφταναν στα εξεταστήρια και δεν τολμούσα να προβλέψω την εξέλιξη. Εκείνη την στιγμή ξέσπασε η κόλαση. Ένα φορτηγάκι-κλούβα ερχόταν με μεγάλη ταχύτητα προς το μπλόκο, χωρίς να επιβραδύνει παρά τα επαλειμμένα σινιάλα του στρατιώτη.
Οι διαταγές ήταν σαφείς, εβδομήντα μέτρα πριν το μπλόκο έδωσα διαταγή να πυροβολήσουν τον οδηγό. Μία από τις σφαίρες πρέπει να τον πέτυχε και το φορτηγάκι, ανεξέλεγκτο πλέον έπεσε πάνω στην ουρά των πολιτών που περίμεναν για να εξεταστούν, αίματα και κομμένα ανθρώπινα μέλη γέμισαν το σημείο. Ενώ οι περισσότεροι έτρεξαν να βοηθήσουν τους τραυματίες κάτι άλλαξε στην ατμόσφαιρα, όσοι έμοιαζαν άρρωστοι στάθηκαν ακίνητοι και κοιτούσαν σαν υπνωτισμένοι τους τραυματίες.
Έπιασα τον ασύρματο για να διατάξω τους στρατιώτες να πυροβολήσουν στην πρώτη ύποπτη κίνηση αλλά δεν πρόλαβα. Σαν ένας αόρατος αφέτης να χτύπησε το καμπανάκι, όσοι έμοιαζαν άρρωστοι άρχισαν να επιτίθενται στους υγιείς. Οι πολίτες έτρεχαν προς όλες τις κατευθύνσεις και οι στρατιώτες πανικόβλητοι άρχισαν να πυροβολούν αδιακρίτως, μολυσμένους και μη. Τράβηξα το πιστόλι και άρχισα να σημαδεύω κεφάλια μολυσμένων. Σε πέντε λεπτά ξέμεινα από σφαίρες, ένας άντρας, κοντά στα σαράντα με γουρλωμένα μάτια όρμησε προς το μέρος μου. Ευτυχώς μία σφαίρα του διέλυσε το κρανίο. κοίταξα προς την κατεύθυνση του πυροβολισμού και είδα τον Γιάννη στην οροφή του τζιπ με την διόπτρα τοποθετημένη στο Μ-16 να σηκώνει το χέρι του. Άρπαξα ένα λοστό που βρέθηκε δίπλα μου και άρχισα να τσακίζω κεφάλια. Η συμπλοκή πλέον γινόταν σώμα με σώμα και μόνο ο Γιάννης συνέχιζε να πυροβολεί. Δεν είχα χρόνο να κοιτάξω τι συνέβαινε γύρω μου, προσπαθούσα να επιβιώσω. Ξαφνικά όλα ησύχασαν και τότε μόνο διαπίστωσα το μέγεθος της καταστροφής. Όλοι τριγύρω μου ήταν νεκροί και εγώ καλυμμένος από αίματα.
Όλοι οι στρατιώτες ήταν νεκροί ή δαγκωμένοι από τους μολυσμένους, από παντού άκουγες κραυγές και κλάματα. Παιδιά που μόλις βγήκαν από την εφηβεία ετοιμοθάνατα ή κατακρεουργημένα στην άσφαλτο. Άκουσα βήματα πίσω μου, γύρισα και είδα τον Γιάννη με το Μ-16 στραμμένο προς το μέρος μου.
«Τραυματίστηκες;» ρώτησε.
«Όχι» απάντησα.
Κινήθηκε προσεκτικά γύρω μου ψάχνοντας για σημάδια. Όταν σιγουρεύτηκε ότι ήμουν ανέπαφος κατέβασε το όπλο.
«Τι θα κάνουμε με τους τραυματίες;»
Δεν απάντησα. Πήγα στον ασύρματο και προσπάθησα να μιλήσω με την βάση, το μόνο που άκουγα ήταν ο στατικός ήχος. Ταυτόχρονα ο Γιάννης καλούσε από το υπηρεσιακό κινητό μάταια όμως κανένας δεν απαντούσε.
«Τι θα κάνουμε τελικά Δημήτρη»
«Το μόνο που μπορούμε για να μην μολύνουν και άλλους»
Δεν είπε τίποτα. Πήρα και εγώ ένα όπλο και ξεκινήσαμε. Μία σφαίρα στο κεφάλι για όλους. Όταν τελειώσαμε κλαίγαμε με λυγμούς και οι δύο. Ανάψαμε τσιγάρο και καθίσαμε σε μία πέτρα.
«Γιάννη ξεκινάμε, μαζεύουμε όλα τα όπλα και τα πυρομαχικά και επιστρέφουμε πίσω.»
«Τα πτώματα και τα υπόλοιπα οχήματα τι θα γίνουν;»
«Θα ειδοποιήσουμε τον διοικητή μόλις φτάσουμε, ας κανονίσει αυτός.»
Γεμίσαμε το τζιπάκι με όπλα και σφαίρες και ξεκινήσαμε. Στο δρόμο προσπαθούσα να επικοινωνήσω με τον ασύρματο αλλά δεν τα κατάφερα. Φτάσαμε στην πύλη και αμέσως καταλάβαμε ότι κάτι δεν πάει καλά. Ήταν ανοιχτή και κανένας δεν φυλούσε σκοπός. Μπήκαμε μέσα και συνεχίστηκε το ίδιο σκηνικό, κρανίου τόπος. Απογοητευμένος ο Γιάννης κάθισε σε μία καρέκλα.
«Τι σκατά συμβαίνει ρε Δημήτρη;»
«Μάλλον ότι χειρότερο, το μόνο που μπορώ να υποθέσω είναι ότι η μόλυνση επεκτάθηκε γρηγορότερα από ότι τα μεγάλα κεφάλια υπολόγιζαν.»
«Τι κάνουμε τώρα»
«Θα γεμίσουμε τα αμάξια μας με όσα περισσότερα όπλα και πυρομαχικά μπορούμε, εγώ θα πάρω την Μαρία και θα φύγω στο χωριό, αν θέλεις πάρε την Ανδρέα και ελάτε και εσείς, έχουμε αρκετό χώρο για να μείνετε.»
«Ευχαριστώ αλλά θα προσπαθήσω να πάω στην Λαμία να βρω τους δικούς μου»
«Αν δυσκολευτείς ξέρεις τον δρόμο για το χωριό. Η προσφορά ισχύει.»
Σε μισή ώρα είχαμε φορτώσει τα αμάξια με όπλα, σφαίρες και χειροβομβίδες, δώσαμε τα χέρια και φύγαμε ο καθένας προς άλλη κατεύθυνση.
Από τον δρόμο πήρα τηλέφωνο την Μαρία. Μετά από τρεις χτύπους το σήκωσε.
«Μαρία είσαι καλά;»
«Ναι καλά είμαι. Τι γίνεται όμως έξω; όλη την μέρα ακούω κραυγές και φασαρία. Έχω τα παντζούρια και τα φώτα κλειστά, δεν τολμάω να κουνηθώ.»
«Άκουσε, ετοίμασε τα απολύτως απαραίτητα, σε μισή ώρα φτάνω στο σπίτι, φορτώνουμε και φεύγουμε.»
«Τι έγινε;»
«Δεν μπορώ να σου μιλήσω τώρα, θα τα πούμε από κοντά.»
Έκλεισα το τηλέφωνο, ταυτόχρονα έκοψα ταχύτητα για να αποφύγω ένα σταματημένο όχημα στην μέση του δρόμου. Δύο μολυσμένοι, από την άλλη πλευρά του δρόμου κινήθηκαν προς το μέρος μου. Κατέβασα το παράθυρο, πήρα το πιστόλι από το κάθισμα του συνοδηγού και τους πυροβόλησα στο κεφάλι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου